- φαμφάρα
- η, Νβλ. φανφάρα.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
φαμφάρα — η (λ. ιταλ.) 1. μελωδία πομπώδης με πανηγυρικό χαραχτήρα, που παίζεται με σάλπιγγες: Με φαμφάρες εμφανιζόταν παλιότερα ο αυτοκράτορας. 2. ορχήστρα από χάλκινα όργανα, μπάντα: Στην παρέλαση υπάρχει και φαμφάρα. 3. φλυαρία (βλ. λ.): Δεν μπορώ να… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
φανφάρα — (Μουσ.). Οξύς ήχος τρομπέτας, που ηχεί σε επίσημες τελετές, στρατιωτικές παρελάσεις και, γενικά, σε περιπτώσεις εξαιρετικής σημασίας. Xρησιμοποιήθηκε για πρώτη φορά ως προάγγελος σημαντικών γεγονότων από τον Μπετόβεν στον Φιντέλιο. Ο όρος… … Dictionary of Greek